Νοητική Υστέρηση

Νοητική υστέρηση, γνωστή και ώς νοητική διαταραχή, είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν όρια στις ικανότητες του ατόμου να μάθει σε ένα αναμενόμενο επίπεδο και να λειτουργήσει στην καθημερινή ζωή.

Επίπεδα Νοητικής Στέρησης

Τα επίπεδα νοητικής υστέρησης ποικίλλουν σημαντικά στα παιδιά από πολύ ήπια μέχρι πολύ σοβαρή δυσκολία. Παιδιά με νοητική υστέρηση μπορεί να δυσκολεύονται να εκφράσουν τα θέλω και τις ανάγκες τους, και να περιποιούνται τους εαυτούς τους.

Η νοητική υστέρηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μαθαίνει και να μεγαλώνει πιο αργά σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ίδιας ηλικίας. Ένα παιδί με νοητική μπορεί να καθυστερήσει να μάθει να μιλάει, να περπατάει, να ντύνεται, να τρώει χωρίς βοήθεια, και μπορεί να δυσκολεύεται μαθησιακά στο σχολείο.


Ποιά είναι κάποια από τα σημάδια της νοητικής υστέρησης;

Συχνά, όσο πιο σοβαρή είναι η νοητική υστέρηση, τόσο πιο νωρίς μπορούν να εντοπίσουν τα σημάδια. Παρ’ όλ’ αυτά , πιθανόν να είναι δύσκολο κάποιος να προβλέψει πώς ένα παιδί μπορεί να επηρεαστεί στη ζωή του αργότερα.

Υπάρχουν πολλά σημάδια νοητικής υστέρησης.

Για παράδειγμα, παιδιά με νοητική υστέρηση είναι πιθανό να:

      • κάθονται, να μπουσουλούν, ή να περπατάνε αργότερα από άλλα παιδιά
      • αργήσουν να μάθουν να μιλούν, ή να έχουν δυσκολίες όταν μιλούν.
      • δυσκολεύονται να θυμηθούν πράγματα.
      • δυσκολεύονται να κατανοήσουν τους κοινωνικούς κανόνες.
      • δυσκολεύονται να προβλέψουν τις συνέπειες των πράξεων τους.
      • δυσκολεύονται στην επίλυση προβλημάτων.
Μετάβαση στο περιεχόμενο