Η διάρκεια ενός θεραπευτικού προγράμματος ποικίλει ανάλογα με τις δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν αλλά και τον βαθμό της κάθε δυσκολίας. Επίσης εξαρτάται και από το «δυναμικό» του κάθε παιδιού που εντάσσεται σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα.
Τα θεραπευτικά προγράμματα είναι εξατομικευμένα και δημιουργούνται με βάση τις ανάγκες του κάθε περιστατικού. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ως μέσος όρος το διάστημα ενός εξαμήνου ή και πάνω από ένα έτος θεραπευτικής παρέμβασης.
Τέλος υπάρχουν και οι περιπτώσεις περιστατικών τα οποία χρήζουν παράλληλης ενασχόλησης των γονιών εκτός θεραπευτηρίου με υλικό και κατευθύνσεις από τον θεραπευτή. Αυτή η ενασχόληση όταν γίνεται συστηματικά είναι σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη και την διάρκεια ενός θεραπευτικού προγράμματος.
Σε αρκετές περιπτώσεις όπου κρίνεται απαραίτητο μετά το πέρας των συνεδριών χορηγείται σχετικό υλικό ή δίνονται κατευθύνσεις στους γονείς και με την καθοδήγηση του θεραπευτή πραγματοποιούνται εκτός θεραπευτηρίου μέχρι την επόμενη συνεδρία.
Ο γονιός εκπαιδεύεται στην χρήση του θεραπευτικού υλικού και εντάσσεται σε ένα υποστηριχτικό περιβάλλον για την επίλυση δυσκολιών που μπορεί να παρουσιαστούν και για τυχόν διευκρινήσεις που ίσως χρειαστεί να δοθούν.
Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι η εξοικείωση και η συνεχόμενη εξάσκηση για την επίτευξη των στόχων που θέτει ο θεραπευτής για κάθε περιστατικό.
Κατά περίπτωση η παρουσία του γονιού μέσα στη συνεδρία μπορεί να κρίνεται απαραίτητη ή και απαγορευτική. Εάν ο γονιός επιθυμεί να παραβρίσκεται μέσα στη συνεδρία μπορεί να την παρακολουθήσει χωρίς όμως η παρουσία του να δυσχεραίνει τον ρόλο του θεραπευτή, να παρεμβαίνει χωρίς να του ζητηθεί ή να διακόπτει την διαδικασία της θεραπείας με οποιοδήποτε τρόπο. Υπάρχουν συνεδρίες οι οποίες πραγματοποιούνται μαζί με τον γονέα και είναι κυρίως αυτές που έχουν ως στόχο την αλληλεπίδραση γονέα – παιδιού.
Επίσης πολλές φορές είναι βοηθητικό ένας γονιός να παρακολουθεί τη συνεδρία διότι μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα τις δυσκολίες του παιδιού αλλά και μυηθεί στον τρόπο που θα πρέπει να εφαρμόσει τις κατευθύνσεις του θεραπευτή εκτός συνεδρίας.
Η Λογοθεραπεία είναι μια επιστήμη που βοηθάει την ανάπτυξη και την ενίσχυση δεξιοτήτων σε κάθε ηλικιακή ομάδα ανάλογα με τις δυσκολίες που εμφανίζονται. Ένα παιδί μπορεί να ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα ακόμα και από την γέννηση του αν οι δυσκολίες που παρουσιάζονται χρήζουν άμεσης παρέμβασης π.χ. διαταραχές σίτισης, προωρότητα κ.α. ή από τα πρώτα χρόνια της γέννησης του π.χ. διάγνωση γενετικού συνδρόμου, βαρηκοΐα, νοητική υστέρηση κ.α..
Είναι σημαντικό το παιδί να αναπτύξει πρωτίστως δεξιότητες οι οποίες θα το βοηθήσουν με την σειρά τους να αναπτύξει την ομιλία του. Η μη λεκτική επικοινωνία, η βλεμματική επαφή, το βάβισμα, η μίμηση, η δείξη, η κατανόηση, η εκτέλεση απλών εντολών κ.α. είναι μέσα σε αυτό το φάσμα δεξιοτήτων. Όσον αφορά αμιγώς την καθαρότητα του λόγου και της ομιλίας ενός παιδιού, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες στην ανάπτυξη του παιδιού που θα ανησυχήσουν τον παιδίατρο, τον εκπαιδευτικό ή τον γονέα, μία εύλογη περίοδος για την έναρξη ενός θεραπευτικού προγράμματος είναι η ηλικία των 3,5 – 4 ετών. Ακόμα και σε αυτό σημαντικός παράγοντας είναι η έναρξη της ομιλίας, δηλαδή «πότε το παιδί ξεκίνησε να μιλάει;». Σε γενικές γραμμές, οι γονείς θα πρέπει να σκέφτονται ότι καλό θα ήταν τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης να έχουν αποκτήσει την ανάλογη καθαρότητα στον λόγο και στην ομιλία τους πριν την φοίτησή τους στην Α’ Δημοτικού όπου τότε ξεκινάει η μάθηση της γραφής και της ανάγνωσης.
Σε κάθε περίπτωση μόλις ένας γονιός αντιληφθεί κάποια δυσκολία του παιδιού ή ενημερωθεί για κάτι αντίστοιχο από τον γιατρό / τον εκπαιδευτικό του συστήνεται η επικοινωνία ή η επίσκεψη σε λογοθεραπευτή προκειμένου να αξιολογήσει το παιδί. Ο θεραπευτής μετά την αξιολόγηση ενημερώνει τους γονείς εάν κρίνεται και σε ποιο βαθμό απαραίτητη η έναρξη ενός θεραπευτικού προγράμματος.
Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να ενημερωθεί είτε από τον γονέα είτε από τον θεραπευτεί ότι το παιδί παρακολουθεί θεραπευτικό πρόγραμμα, τις δυσκολίες που παρουσιάζει το παιδί αλλά και τους θεραπευτικούς στόχους του προγράμματος. Με αυτόν τον τρόπο θα αντιληφθεί και θα εστιάσει στις δυσκολίες του παιδιού, θα βοηθήσει το παιδί να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στις απαιτήσεις του σχολικού πλαισίου και σαν βασικός και αντικειμενικός παρατηρητής θα βοηθήσει στην αξιολόγηση και στην αντιμετώπιση των δυσκολιών που παρουσιάζει το παιδί.
Η συνεργασία της οικογένειας, του εκπαιδευτικού και του θεραπευτή επιφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα αλλά και πολλά οφέλη στο ίδιο το παιδί.