Για την ακρίβεια η απραξία είναι μία διαταραχή της ικανότητας του ατόμου να παράγει εκούσιες διαδοχικές κινήσεις των οργάνων της ομιλίας, όπως κινήσεις της γλώσσας, των χειλιών, της κάτω γνάθου κ.α. Είναι πρόβλημα ρύθμισης, δηλαδή διαδοχής, επιλογής και οργάνωσης των κινήσεων της ομιλίας. (Πρώιου, 2003: 140)
Αν και το ίδιο το μυικό σύστημα δεν είναι εξασθενημένο, τα άτομα με απραξία της ομιλίας θα έχουν δυσκολία να ολοκληρώσουν ακολουθίες κινήσεων για μία σωστή παραγωγή.
Είναι μια διαταραχή στην οποία το άτομο δεν μπορεί να συντονίσει μη λεκτικές κινήσεις, παρόλα αυτά δεν οφείλεται σε αδυναμία και παράλυση των μυών της ομιλίας (προσώπου, γλώσσας και χειλιών). Η σοβαρότητα της δυσπραξίας κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή.
Το άτομο με στοματική δυσπραξία δυσκολεύεται να κάνει μη λεκτικές κινήσεις με τους μύες του λάρυγγα (φωνητικές χορδές), φάρυγγα, γλώσσα, χείλη, μάγουλα. Οι αντανακλαστικές ή αυτοματοποιημένες κινήσεις είναι ανέπαφες αλλά δεν μπορεί να κάνει κινήσεις κατ’ εντολή.
Είναι μια διαταραχή στην οποία το άτομο δεν μπορεί να πει σωστά και σταθερά αυτό που θέλει. Ούτε αυτή οφείλεται σε αδυναμία και παράλυση των μυών της ομιλίας (προσώπου, γλώσσας και χειλιών) και η σοβαρότητα της κυμαίνεται επίσης από ήπια έως σοβαρή.
Το άτομο με λεκτική δυσπραξία δεν μπορεί να κάνει λεκτικές κινήσεις. Αυτή η δυσκολία μπορεί να προκαλέσει ελλείψεις, αλλοιώσεις ή αντικαταστάσεις ήχων. Τα λάθη αυξάνονται όσο αυξάνεται το μέγεθος ή η πολυπλοκότητα της λέξης. Οι επαναλήψεις της ίδιας λέξης είναι μη σταθερές.
Η λεκτική δυσπραξία είναι ένας τύπος ιδεατής δυσπραξίας που προκαλεί γλωσσική ή φωνολογική δυσκολία.
(“Η στοματική δυσπραξία ως κυρίαρχη αλλά όχι υποχρεωτική ιδιότητας της λεκτικής δυσπραξίας” -Crary 1993)